υαλογράφημα

υαλογράφημα
Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες, αναπτύχθηκε στη Γαλλία το 12o αι. και από εκεί διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Είναι ξακουστά τα θαυμάσια υ. στις πολυάριθμες γαλλικές εκκλησίες και στους καθεδρικούς ναούς της εποχής αυτής, στο Σαιν Ντενί, στη Σαρτρ, στη Ρουάν και στις αγγλικές και γερμανικές μητροπόλεις. To 14o αι. τα κυριότερα κέντρα κατασκευής υ. στην Ιταλία, η Σιένα, η Ασίζη και το Ορβιέτο, συνεργάζονταν στενά με τους μεγαλύτερους σύγχρονους καλλιτέχνες. Στην Αναγέννηση η Φλωρεντία ανέλαβε ηγετικό καλλιτεχνικό ρόλο στην τέχνη αυτή και χρησιμοποίησε μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Γκιμπέρτι, ο Πάολο Ουτσέλο, ο Αντρέα ντε Καστάνιο κλπ. για τα σχέδια των υ. του καθεδρικού της ναού. Την εποχή του μπαρόκ, του ροκοκό και του νεοκλασικισμού, το υ. παρακμάζει για να επανεμφανιστεί σε ορισμένα καλλιτεχνικά ρεύματα του 19ου αι., όπως των Ναζωραίων, των προραφαηλιτών κ.ά., αλλά κυρίως στο ρεύμα «λίμπερτυ» των αρχών του αιώνα μας. Οι σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις, μολονότι δεν υιοθετούν τη χρήση των υ. σε ευρεία κλίμακα, δεν την αποκλείουν εντελώς· καλλιτέχνες, μάλιστα, όπως ο Λεζέ, ο Λε Κορμπυζιέ, ο Σιρόνι και άλλοι πραγματοποίησαν με αυτά σημαντικά έργα· ωστόσο, η χρυσή εποχή των υ. παραμένει πάντοτε η γοτθική και η αναγεννησιακή περίοδος. Υαλογράφημα σε καθεδρικό ναό του Κόβεντρυ, στην Αγγλία (φωτ. ΑΠΕ). Υαλογράφημα της τεχνοτροπίας του Νανσύ. Η τεχνοτροπία του Νανσύ λέγεται και «ελεύθερη» (Γαλλία, Πινακοθήκη του Νανσύ). Ο Χριστός σε υαλογράφημα του Γάλλου ζωγράφου Ρουώ, στην εκκλησία της Παναγίας των Χαρίτων του Πλατώ ντ’ Ασύ της Γαλλίας. Ο Ρουώ συνδιάζει άριστα το μυστικισμό με την ελεύθερη τεχνοτροπία. Υαλογράφημα σε ναό της Φραγκφούρτης, στη Γερμανία (φωτ. ΑΠΕ). Υαλογράφημα σε αμπαζούρ που έχουν σχήμα μπάλας ποδοσφαίρου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν [υαλογραφώ]
1. ημιδιαφανής σύνθεση από χρωματιστά συνήθως κομμάτια γυαλιού που συγκρατούνται με μολύβδινες ταινίες και μεταλλικό οπλισμό και η οποία χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα άνοιγμα με μια μεγάλη φωτεινή και διακοσμητική επιφάνεια, κν. βιτρώ
2. διακοσμητικό σχέδιο που γίνεται με χάραξη πάνω σε γυαλί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υαλογράφημα — το, ατος 1. εικόνα ή παράσταση από έγχρωμα κομμάτια γυαλιού που συνδέονται μεταξύ τους με μολύβδινες ταινίες. 2. διακόσμηση σε γυαλί, που αποτυπώθηκε με χάραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • υάλωμα — το / ὑάλωμα, ώματος, ΝΜ οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα νεοελλ. 1. υάλωση 2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά 3. το υαλογράφημα 4. το εφυάλωμα, το σμάλτο 5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφία — και υελογραφία, η, Ν [υαλογράφος] 1. η τέχνη τής συνθέσεως υαλογραφημάτων 2. το υαλογράφημα 3. διακόσμηση γυάλινων και κεραμεικών αντικειμένων με χρώματα …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφικός — ή, ό, Ν [υαλογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλογραφία και στο υαλογράφημα 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλογραφική η υαλογραφία. επίρρ... υαλογραφικώς και υαλογραφικά Ν με υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • υαλούργημα — το, Ν το υαλογράφημα …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …   Dictionary of Greek

  • Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια — (Duccio di Buoninsegna, Σιένα 1255 –1319). Ιταλός ζωγράφος, ο σπουδαιότερος της Σιένας του 13ου αι. Αμφισβητείται η διαμόρφωση και η αρχή της ζωγραφικής του δραστηριότητας, αφού τα πρώτα τεκμηριωμένα έργα του έχουν χαθεί (διακόσμηση δώδεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”